- παροιμιαζόμενος
- παροιμιάζωcite the Proverbs of: pres part mp masc nom sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
παροιμιαζόμενος — παροιμιάζω cite the Proverbs of pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευυπόληπτος — η, ο (ΑΜ εὐυπόληπτος, ον) νεοελλ. μσν. αυτός που έχει καλή υπόληψη, καλή εκτίμηση στην κοινωνία, ο αξιότιμος («ευυπόληπτος έμπορος») μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐυπόληπτον η καλή υπόληψη, αξιοπρέπεια μσν. αρχ. αυτός που παρασύρεται εύκολα («τὸ… … Dictionary of Greek